παρώτιον — τὸ, Α βλ. παρώτιος … Dictionary of Greek
παρώτιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται δίπλα στο αφτί 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρώτιον το μέρος τού κανθού τού ματιού προς τα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώτιος (< οὖς, ὠτός)] … Dictionary of Greek